ἰλάρχου

ἰλάρχου
ἴλαρχος
praefectus turmae
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μανός — I Επώνυμο παλαιότατης και ονομαστής οικογένειας της Κωνσταντινούπολης, μέλη της οποίας διακρίθηκαν στην πολιτική, κοινωνική και στρατιωτική ζωή από τον 17ο έως και τον 19ο αι. 1. Αλέξανδρος (1755 – 1815). Αξιωματούχος του Πατριαρχείου… …   Dictionary of Greek

  • Μάκια, Αντόνιο — (Antonio Macchia, 1780 – 1858). Ιταλός φιλέλληνας. Το 1803 κατατάχτηκε στο ιππικό της Μεγάλης Στρατιάς του Ναπολέοντα, όπου υπηρέτησε έως το 1814, οπότε απομακρύνθηκε από το στράτευμα με τον βαθμό του ίλαρχου. Πήρε τότε μέρος σε διάφορες… …   Dictionary of Greek

  • υπίλαρχος — ο βαθμός αξιωματικού του ιππικού και των θωρακισμένων ανώτερος του ανθυπίλαρχου και κατώτερος του ίλαρχου, αντίστοιχος με το βαθμό του υπολοχαγού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”